Anonymous

φρύαγμα: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φρύαγμα:''' [ῠ], -ατος, τό ([[φρυάσσομαι]])·<br /><b class="num">I.</b> ισχυρό [[φύσημα]], [[χλιμίντρισμα]], σε Αισχύλ., Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., ακόλαστη [[συμπεριφορά]], [[αυθάδεια]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''φρύαγμα:''' [ῠ], -ατος, τό ([[φρυάσσομαι]])·<br /><b class="num">I.</b> ισχυρό [[φύσημα]], [[χλιμίντρισμα]], σε Αισχύλ., Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., ακόλαστη [[συμπεριφορά]], [[αυθάδεια]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''φρύαγμα:''' άτος τό<br /><b class="num">1)</b> фырканье, храпение (ἱππικὰ φρυάγματα Aesch., Soph.; τὸ φ. τῶν ἵππων Xen.);<br /><b class="num">2)</b> надменность, наглость Plut., Anth.: τὸ πρός τινα φ. Luc. высокомерное презрение к кому-л.
}}
}}