Anonymous

καλλίχοιρος: Difference between revisions

From LSJ
2b
(18)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καλλίχοιρος]], -ον (Α)<br />(για θηλυκό χοίρο) αυτός που γεννά καλούς χοίρους («εἰσὶ δὲ τῶν ὑῡν αἱ μὲν εὐθὺς καλλίχοιροι», <b>Αριστοτ.</b>).
|mltxt=[[καλλίχοιρος]], -ον (Α)<br />(για θηλυκό χοίρο) αυτός που γεννά καλούς χοίρους («εἰσὶ δὲ τῶν ὑῡν αἱ μὲν εὐθὺς καλλίχοιροι», <b>Αριστοτ.</b>).
}}
{{elru
|elrutext='''καλλίχοιρος:''' (λῐ) имеющий красивых поросят (ὗς Arst.).
}}
}}