Anonymous

δουλοσύνη: Difference between revisions

From LSJ
1b
(4)
(1b)
Line 19: Line 19:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δουλοσύνη:''' ἡ, [[δουλεία]], δουλική [[εργασία]], σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ., Ευρ.
|lsmtext='''δουλοσύνη:''' ἡ, [[δουλεία]], δουλική [[εργασία]], σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''δουλοσύνη:''' дор. [[δουλοσύνα]] (ῠ) ἡ рабство, невольничество, неволя Hom., Pind., Aesch., Eur., Her.
}}
}}