Anonymous

ἀποκαθίστημι: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποκαθίστημι:''' μέλ. <i>-καταστήσω</i>, αόρ. αʹ <i>-κατέστησα</i>· [[αποκαθιστώ]], [[επαναφέρω]], στην προηγούμενή του [[κατάσταση]], [[επανακτώ]], [[επανορθώνω]], [[επανιδρύω]], σε Ξεν.
|lsmtext='''ἀποκαθίστημι:''' μέλ. <i>-καταστήσω</i>, αόρ. αʹ <i>-κατέστησα</i>· [[αποκαθιστώ]], [[επαναφέρω]], στην προηγούμενή του [[κατάσταση]], [[επανακτώ]], [[επανορθώνω]], [[επανιδρύω]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποκᾰθίστημι:''' <b class="num">1)</b> восстанавливать, возвращать в прежнее состояние (πολιτείαν Dem., Plut. и [[πολίτευμα]] Polyb.): ἀ. τινα εἴς τι Polyb., Plut. вернуть кого-л. куда-л.; ἀ. τινα Plut. восстанавливать кого-л. в его правах;<br /><b class="num">2)</b> возвращать (τοὺς ὁμήρους Polyb.; ἑαυτὸν εἰς ἐκεῖνον τὸν χρόνον Plut.);<br /><b class="num">3)</b> восстанавливаться, возвращаться (εἰς τὴν ἑξ ἀρχῆς κατάστασιν Polyb.);<br /><b class="num">4)</b> med. прекращаться, приостанавливаться ([[κίνησις]] ἀποκαθισταμένη Plut.);<br /><b class="num">5)</b> med. становиться, делаться ([[δένδρον]] ἀποκαθίσταται στεῖρον Arst.).
}}
}}