Anonymous

κραιπνός: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κραιπνός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">I.</b> [[ταχύς]], [[ορμητικός]], λέγεται για δυνατούς ανέμους, σε Όμηρ.· λέγεται για τα [[γρήγορα]] πόδια, στον ίδ.· μεταφ., [[βιαστικός]], [[ορμητικός]], [[παράτολμος]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> επίρρ., [[γρήγορα]], βιαστικά, εσπευσμένα, σε Όμηρ.· επίσης ουδ. πληθ. ως επίρρ., στον ίδ.
|lsmtext='''κραιπνός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">I.</b> [[ταχύς]], [[ορμητικός]], λέγεται για δυνατούς ανέμους, σε Όμηρ.· λέγεται για τα [[γρήγορα]] πόδια, στον ίδ.· μεταφ., [[βιαστικός]], [[ορμητικός]], [[παράτολμος]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> επίρρ., [[γρήγορα]], βιαστικά, εσπευσμένα, σε Όμηρ.· επίσης ουδ. πληθ. ως επίρρ., στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''κραιπνός:''' <b class="num">1)</b> резвый, быстрый (πόδες Hom.);<br /><b class="num">2)</b> быстро несущийся, стремительный, бурный ([[Βορέας]], θύελλαι Hom.; [[βέλος]] Pind.);<br /><b class="num">3)</b> поспешный, опрометчивый ([[νόος]] νέου [[ἀνδρός]] Hom.).
}}
}}