3,271,364
edits
(4) |
(1b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δοχμόομαι:''' Παθ., στρέφομαι, [[κλίνω]] προς τα πλάγια· <i>δοχμωθείς</i>, λέγεται για κάπρο που κυρτώνει τη [[ράχη]] [[πριν]] επιτεθεί στον εχθρό του, σε Ησίοδ.· ομοίως για τον Ερμή, καμπυλώνοντας το [[βέλος]] και περνώντας το μέσα από μια [[κλειδαρότρυπα]], σε Ομηρ. Ύμν. | |lsmtext='''δοχμόομαι:''' Παθ., στρέφομαι, [[κλίνω]] προς τα πλάγια· <i>δοχμωθείς</i>, λέγεται για κάπρο που κυρτώνει τη [[ράχη]] [[πριν]] επιτεθεί στον εχθρό του, σε Ησίοδ.· ομοίως για τον Ερμή, καμπυλώνοντας το [[βέλος]] και περνώντας το μέσα από μια [[κλειδαρότρυπα]], σε Ομηρ. Ύμν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δοχμόομαι:''' склоняться, сгибаться: δοχμωθείς HH, Hes. наклонившись, согнувшись. | |||
}} | }} |