Anonymous

δοχμόομαι: Difference between revisions

From LSJ
1b
(4)
(1b)
Line 15: Line 15:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δοχμόομαι:''' Παθ., στρέφομαι, [[κλίνω]] προς τα πλάγια· <i>δοχμωθείς</i>, λέγεται για κάπρο που κυρτώνει τη [[ράχη]] [[πριν]] επιτεθεί στον εχθρό του, σε Ησίοδ.· ομοίως για τον Ερμή, καμπυλώνοντας το [[βέλος]] και περνώντας το μέσα από μια [[κλειδαρότρυπα]], σε Ομηρ. Ύμν.
|lsmtext='''δοχμόομαι:''' Παθ., στρέφομαι, [[κλίνω]] προς τα πλάγια· <i>δοχμωθείς</i>, λέγεται για κάπρο που κυρτώνει τη [[ράχη]] [[πριν]] επιτεθεί στον εχθρό του, σε Ησίοδ.· ομοίως για τον Ερμή, καμπυλώνοντας το [[βέλος]] και περνώντας το μέσα από μια [[κλειδαρότρυπα]], σε Ομηρ. Ύμν.
}}
{{elru
|elrutext='''δοχμόομαι:''' склоняться, сгибаться: δοχμωθείς HH, Hes. наклонившись, согнувшись.
}}
}}