Anonymous

ἀρχαιολογέω: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀρχαιολογέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[μιλώ]] ή [[ασχολούμαι]] με αρχαιότητες ή πράγματα ξεπερασμένα, παλιομοδίτικα, αρχαΐζω, σε Θουκ.
|lsmtext='''ἀρχαιολογέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[μιλώ]] ή [[ασχολούμαι]] με αρχαιότητες ή πράγματα ξεπερασμένα, παλιομοδίτικα, αρχαΐζω, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀρχαιολογέω:''' <b class="num">1)</b> толковать о давно прошедших делах, т. е. говорить общеизвестные вещи Thuc.;<br /><b class="num">2)</b> говорить старинным языком Luc.
}}
}}