Anonymous

παλιγκαπηλεύω: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πᾰλιγκᾰπηλεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[πουλώ]] [[κάτι]] [[ξανά]], [[πουλώ]] εμπορεύματα σε λιανική [[τιμή]], σε Δημ.
|lsmtext='''πᾰλιγκᾰπηλεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[πουλώ]] [[κάτι]] [[ξανά]], [[πουλώ]] εμπορεύματα σε λιανική [[τιμή]], σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''πᾰλιγκᾰπηλεύω:''' заниматься перепродажей, быть перепродавцом, т. е. вести розничную торговлю Dem.
}}
}}