Anonymous

ἐπίσκιος: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπίσκιος:''' -ον ([[σκιά]]),<br /><b class="num">I.</b> [[σκιερός]], [[σκοτεινός]], αυτός που βρίσκεται σε [[σκιά]], σκιασμένος, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που επισκιάζει, με γεν., χεὶρὀμμάτων [[ἐπίσκιος]], σε Σοφ.
|lsmtext='''ἐπίσκιος:''' -ον ([[σκιά]]),<br /><b class="num">I.</b> [[σκιερός]], [[σκοτεινός]], αυτός που βρίσκεται σε [[σκιά]], σκιασμένος, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που επισκιάζει, με γεν., χεὶρὀμμάτων [[ἐπίσκιος]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπίσκιος:''' <b class="num">1)</b> затененный, тенистый, темный ([[τόπος]] Plat., Arst., Plut.);<br /><b class="num">2)</b> осеняющий, заслоняющий (ὀμμάτων ἐ. [[χείρ]] Soph.);<br /><b class="num">3)</b> уединенный, безвестный ([[βίος]] Plut.);<br /><b class="num">4)</b> тайный, скрытый (τῆς ἀληθείας οὐδὲν ἐπίσκιον Plut.).
}}
}}