Anonymous

κηδεία: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κηδεία:''' ἡ ([[κῆδος]]), [[φροντίδα]] για το νεκρό, [[εκφορά]], [[ταφή]], συμπεθέρεμα, Λατ. [[affinitas]], σε Ευρ., Ξεν.
|lsmtext='''κηδεία:''' ἡ ([[κῆδος]]), [[φροντίδα]] για το νεκρό, [[εκφορά]], [[ταφή]], συμπεθέρεμα, Λατ. [[affinitas]], σε Ευρ., Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''κηδεία:''' ἡ тж. pl.<br /><b class="num">1)</b> некровное родство, свойство: κηδείαν ξυνάψαι τινί Eur. породниться с кем-л. (через брак); ἢ πρὸς αἵματος ἢ κατὰ κηδείαν Arst. (семейная связь) по кровному родству или свойству; ἡ πρός τινα κ. Arst. свойство с кем-л.;<br /><b class="num">2)</b> погребение (εἶρξαι τὸ [[σῶμα]] κηδείας τῆς νενομισμένης Plut.).
}}
}}