3,273,773
edits
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''περίκομμα:''' -ατος, τό ([[περικόπτω]]), αυτό που περικόβεται, [[γαρνίρισμα]], [[κρέας]] ψιλοκομμένο, [[κιμάς]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''περίκομμα:''' -ατος, τό ([[περικόπτω]]), αυτό που περικόβεται, [[γαρνίρισμα]], [[κρέας]] ψιλοκομμένο, [[κιμάς]], σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''περίκομμα:''' ατος τό<b class="num">1)</b> обрезок, кусок: περικόμματα ἔκ τινος κατασκευάζειν Arph. изрубить кого-л. в куски;<br /><b class="num">2)</b> очерк, контур (π. καὶ [[εἴδωλον]] Plut.). | |||
}} | }} |