Anonymous

βέβασαν: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βέβᾰσαν:''' συγκεκ. [[τύπος]] αντί <i>ἐβεβήκεσαν</i>, γʹ πληθ. υπερσ. του [[βαίνω]].
|lsmtext='''βέβᾰσαν:''' συγκεκ. [[τύπος]] αντί <i>ἐβεβήκεσαν</i>, γʹ πληθ. υπερσ. του [[βαίνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''βέβᾰσαν:''' эп. 3 л. pl. ppf. к [[βαίνω]].
}}
}}