Anonymous

πολύσπαστος: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολύσπαστος:''' -ον ([[σπάω]]), αυτός που σύρεται από [[πολλά]] [[σχοινιά]]· [[πολύσπαστον]], <i>τό</i>, σύνθετη [[τροχαλία]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''πολύσπαστος:''' -ον ([[σπάω]]), αυτός που σύρεται από [[πολλά]] [[σχοινιά]]· [[πολύσπαστον]], <i>τό</i>, σύνθετη [[τροχαλία]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''πολύσπαστος:''' натягиваемый многими веревками или канатами: [[μηχάνημα]] [[πολύσπαστον]] Plut. = [[πολύσπαστον]].
}}
}}