Anonymous

ἐπιμοιχεύω: Difference between revisions

From LSJ
2
(13)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπιμοιχεύω]] (Α)<br />[[συνεχίζω]] να [[μοιχεύω]], να έχω παράνομη ερωτική [[σχέση]].
|mltxt=[[ἐπιμοιχεύω]] (Α)<br />[[συνεχίζω]] να [[μοιχεύω]], να έχω παράνομη ερωτική [[σχέση]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιμοιχεύω:''' (с кем-л.) прелюбодействовать, развратничать (τινά Luc.).
}}
}}