Anonymous

κλόνος: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κλόνος:''' ὁ, [[κάθε]] βίαια και συγκεχυμένη [[κίνηση]], [[πίεση]], [[ταραχή]] της μάχης, [[αναστάτωση]], [[σάλος]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>κλόνοι ἱππιόχαρμαι</i>, τα πλήθη των μαχόμενων ιππέων, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''κλόνος:''' ὁ, [[κάθε]] βίαια και συγκεχυμένη [[κίνηση]], [[πίεση]], [[ταραχή]] της μάχης, [[αναστάτωση]], [[σάλος]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>κλόνοι ἱππιόχαρμαι</i>, τα πλήθη των μαχόμενων ιππέων, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''κλόνος:''' ὁ<b class="num">1)</b> смятение, суматоха, замешательство, схватка, свалка: κατὰ κλόνον Hom. в разгар(е) боя; κ. ἐγχειάων Hom. множество копий; [[ἀσπίστορες]] κλόνοι [[λόγχιμοι]] Aesch. смятение щитов и копий, т. е. ужасы войны; ἱππιοχάρμαι κλόνοι Aesch. конные битвы;<br /><b class="num">2)</b> шутл. расстройство (sc. τῆς γαστρός Arph.).
}}
}}