Anonymous

ἐπανθέω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπανθέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[ακμάζω]], [[ανθίζω]], σε Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., λέγεται για [[κάθε]] τι που σχηματίζεται στην [[επιφάνεια]] σαν αλμυρή κρούστα, σε Ηρόδ.· [[χνούδι]] πάνω σε [[φρούτο]], σε Αριστοφ. κ.λπ.· γενικά βρίσκομαι πάνω στην [[επιφάνεια]], εμφανίζομαι, [[φαίνομαι]] ξεκάθαρα, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> είμαι [[λαμπρός]], [[ένδοξος]], σε Βάβρ.
|lsmtext='''ἐπανθέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[ακμάζω]], [[ανθίζω]], σε Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., λέγεται για [[κάθε]] τι που σχηματίζεται στην [[επιφάνεια]] σαν αλμυρή κρούστα, σε Ηρόδ.· [[χνούδι]] πάνω σε [[φρούτο]], σε Αριστοφ. κ.λπ.· γενικά βρίσκομαι πάνω στην [[επιφάνεια]], εμφανίζομαι, [[φαίνομαι]] ξεκάθαρα, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> είμαι [[λαμπρός]], [[ένδοξος]], σε Βάβρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπανθέω:''' <b class="num">1)</b> расцветать, распускаться, быть в цвету (ὡς ῥόδα Theocr.): ἡ ἐπανθοῦσα [[θρίξ]] Arph. пышные волосы;<br /><b class="num">2)</b> выступать на поверхность, показываться, появляться (διὰ κουφότητα [[ἄνω]] ἐ. Arst.): τοῖς οὔρεσι ἐπανθέουσα [[ἅλμη]] Her. покрывающая горы соль;<br /><b class="num">3)</b> перен. выступать наружу, обнаруживаться во всей силе (παισὶ καὶ θηρίοις Plat.): [[τοῦτο]] [[τοὐπιχώριον]] ἐπανθεῖ Arph. (в тебе) явственно видна эта национальная черта; τὸ σαφὲς ἐπανθείτω τῇ λέξει Luc. пусть слова блистают ясностью.
}}
}}