Anonymous

διαφερόντως: Difference between revisions

From LSJ
1b
(4)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαφερόντως:''' επίρρ. μτχ. Ενεργ. ενεστ. του [[διαφέρω]],·<br /><b class="num">I.</b> διαφορετικά από, σε [[διαφωνία]] με, [[διαφερόντως]] ἤ..., σε Πλάτ.· με γεν., [[διαφερόντως]] [[τῶν]] ἄλλων, πάνω από όλους τους άλλους, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> απόλ., κατεξοχήν, ειδικά, προ πάντων, σε Θουκ. κ.λπ.
|lsmtext='''διαφερόντως:''' επίρρ. μτχ. Ενεργ. ενεστ. του [[διαφέρω]],·<br /><b class="num">I.</b> διαφορετικά από, σε [[διαφωνία]] με, [[διαφερόντως]] ἤ..., σε Πλάτ.· με γεν., [[διαφερόντως]] [[τῶν]] ἄλλων, πάνω από όλους τους άλλους, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> απόλ., κατεξοχήν, ειδικά, προ πάντων, σε Θουκ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''διαφερόντως:''' <b class="num">1)</b> иначе, по-иному (δ. ἢ ἐν τῷ [[πρόσθεν]] χρόνῳ Plat.);<br /><b class="num">2)</b> выше, больше (τῶν ἄλλων Ἀθηναίων ἁπάντων Plat.);<br /><b class="num">3)</b> в высшей степени, чрезвычайно (ἀδικεῖσθαι Thuc.; τιμᾶσθαι Arst.; δ. [[φιλότεκνος]] Plut.).
}}
}}