Anonymous

νεατός: Difference between revisions

From LSJ
3b
(26)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[νεατός]], -ή, -όν (Α) [<i>νεώ</i> (Ι)]<br />(για χέρσο χώρο) αυτός που οργώθηκε, που καλλιεργήθηκε πρόσφατα.———————— <b>(II)</b><br />[[νεατός]], ὁ (Α) όργωμα, [[καλλιέργεια]] χέρσας γης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νεώ</i> (Ι) «[[καλλιεργώ]] νέο αγρό» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>λικμη</i>-<i>τός</i>, <i>υε</i>-<i>τός</i>)].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[νεατός]], -ή, -όν (Α) [<i>νεώ</i> (Ι)]<br />(για χέρσο χώρο) αυτός που οργώθηκε, που καλλιεργήθηκε πρόσφατα.———————— <b>(II)</b><br />[[νεατός]], ὁ (Α) όργωμα, [[καλλιέργεια]] χέρσας γης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νεώ</i> (Ι) «[[καλλιεργώ]] νέο αγρό» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>λικμη</i>-<i>τός</i>, <i>υε</i>-<i>τός</i>)].
}}
{{elru
|elrutext='''νεᾰτός:''' ὁ вспашка парового поля, взмет Xen.
}}
}}