Anonymous

διαχειρίζω: Difference between revisions

From LSJ
1b
(4)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαχειρίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i>, έχω στη διάθεσή μου, [[διευθύνω]], [[διαχειρίζομαι]], [[διοικώ]], σε Ρήτ. — Παθ., σε Ξεν.
|lsmtext='''διαχειρίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i>, έχω στη διάθεσή μου, [[διευθύνω]], [[διαχειρίζομαι]], [[διοικώ]], σε Ρήτ. — Παθ., σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''διαχειρίζω:''' <b class="num">1)</b> реже med. держать в своих руках, ведать, заведовать, вести (τι Plat., Isae., Aeschin., Arst., Dem. и [[ὁπέρ]] τινος Lys.): καὶ ἄλλα [[δικαίως]] [[αὐτῷ]] διεχειρίζετο Xen. остальными делами он руководил столь же справедливо; διαχειρίσασθαί τι πεφυκώς Plut. способный справиться с чем-л.;<br /><b class="num">2)</b> med. налагать руки, умерщвлять (τινα Polyb., Plut.).
}}
}}