Anonymous

καταθορυβέω: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταθορῠβέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[σηκώνω]] θόρυβο [[εναντίον]] κάποιου, σε Πλάτ.
|lsmtext='''καταθορῠβέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[σηκώνω]] θόρυβο [[εναντίον]] κάποιου, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''καταθορῠβέω:''' смущать криками, заглушать шумом: καταθορυβηθείς Plat. сбитый с толку шумом.
}}
}}