Anonymous

πατροπαράδοτος: Difference between revisions

From LSJ
3b
(31)
(3b)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πατροπαράδοτος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει παραδοθεί από τους πατέρες, από τους προγόνους, που έχει μεταβιβαστεί διαδοχικά, ο [[κληρονομικός]] από [[παράδοση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το πατροπαράδοτο</i><br />(ενν. [[πράγμα]]) [[παράδοση]], προγονική κληρονομιία<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]] ο πληθ. του ουδ. ως ουσ.) <i>τα πατροπαράδοτα</i><br />α) το [[σύνολο]] των παραδόσεων<br />β) το [[σύνολο]] τών παλαιών αντιλήψεων, σε [[αντίθεση]] με τις σύγχρονες, με τους νεωτερισμούς («μένουμε πιστοί στα πατροπαράδοτα»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[πατροπαραδότως]] ΝΜ και <i>πατροπαράδοτα</i> Ν<br />με τρόπο πατροπαράδοτο, κληρονομικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πατήρ]], <i>πατρός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>παράδοτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[παραδίδωμι]]), <b>πρβλ.</b> <i>ετοιμο</i>-<i>παράδοτος</i>, <i>θεο</i>-<i>παράδοτος</i>].
|mltxt=-η, -ο / [[πατροπαράδοτος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει παραδοθεί από τους πατέρες, από τους προγόνους, που έχει μεταβιβαστεί διαδοχικά, ο [[κληρονομικός]] από [[παράδοση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το πατροπαράδοτο</i><br />(ενν. [[πράγμα]]) [[παράδοση]], προγονική κληρονομιία<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]] ο πληθ. του ουδ. ως ουσ.) <i>τα πατροπαράδοτα</i><br />α) το [[σύνολο]] των παραδόσεων<br />β) το [[σύνολο]] τών παλαιών αντιλήψεων, σε [[αντίθεση]] με τις σύγχρονες, με τους νεωτερισμούς («μένουμε πιστοί στα πατροπαράδοτα»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[πατροπαραδότως]] ΝΜ και <i>πατροπαράδοτα</i> Ν<br />με τρόπο πατροπαράδοτο, κληρονομικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πατήρ]], <i>πατρός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>παράδοτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[παραδίδωμι]]), <b>πρβλ.</b> <i>ετοιμο</i>-<i>παράδοτος</i>, <i>θεο</i>-<i>παράδοτος</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''πατροπαράδοτος:''' унаследованный от отца или отцов (ἡ [[ἡγεμονία]] Diod.; ματαία [[ἀναστροφή]] NT).
}}
}}