Anonymous

καθυπερηφανέω: Difference between revisions

From LSJ
2b
(6_7)
(2b)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''καθυπερηφᾰνέω''': ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ [[ὑπερηφανέω]], [[ὑπόθεσις]] α΄ εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ.
|lstext='''καθυπερηφᾰνέω''': ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ [[ὑπερηφανέω]], [[ὑπόθεσις]] α΄ εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ.
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰθῠπερηφᾰνέω:''' или καθυπερηφανεύω превозноситься, кичиться arg. ad Arph.
}}
}}