3,274,745
edits
(4) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θηλῠχίτων:''' [ῐ], ὁ, ἡ, αυτός που [[φορά]] γυναικείο χιτώνα, σε Ανθ. Π., Λουκ. | |lsmtext='''θηλῠχίτων:''' [ῐ], ὁ, ἡ, αυτός που [[φορά]] γυναικείο χιτώνα, σε Ανθ. Π., Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θηλῠχίτων:''' ωνος (ῐ) adj. одетый в женское платье ([[ἀνήρ]] Luc., Anth.). | |||
}} | }} |