Anonymous

θηλύμορφος: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θηλύμορφος:''' -ον ([[μορφή]]), αυτός που έχει γυναικεία [[μορφή]], σε Ευρ.
|lsmtext='''θηλύμορφος:''' -ον ([[μορφή]]), αυτός που έχει γυναικεία [[μορφή]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''θηλύμορφος:''' (ῠ) похожий на женщину, женоподобный Eur., Arst.
}}
}}