3,277,719
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τάμῐσος:''' [ᾰ], ἡ, πυτιά (ένζυμο που το χρησιμοποιούν οι τυροκόμοι για το [[πήξιμο]] του τυριού), σε Θεόκρ. | |lsmtext='''τάμῐσος:''' [ᾰ], ἡ, πυτιά (ένζυμο που το χρησιμοποιούν οι τυροκόμοι για το [[πήξιμο]] του τυριού), σε Θεόκρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τάμῐσος:''' (ᾰ) ἡ (= атт. [[πυτία]]) молочная закваска, сычуг Theocr. | |||
}} | }} |