Anonymous

ἔδεκτο: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 10: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἔδεκτο:''' γʹ ενικ. Επικ. συγκεκ. αορ. βʹ του [[δέχομαι]].
|lsmtext='''ἔδεκτο:''' γʹ ενικ. Επικ. συγκεκ. αορ. βʹ του [[δέχομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἔδεκτο:''' и [[δέκτο]] 3 л. sing. ppf. pass. к [[δέχομαι]].
}}
}}