Anonymous

κολακεύω: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κολᾰκεύω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[κόλαξ]]), [[κολακεύω]], σε Αριστοφ., Ξεν. κ.λπ. — Παθ., κολακεύομαι, είμαι [[επιρρεπής]] στην [[κολακεία]], σε Δημ.
|lsmtext='''κολᾰκεύω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[κόλαξ]]), [[κολακεύω]], σε Αριστοφ., Ξεν. κ.λπ. — Παθ., κολακεύομαι, είμαι [[επιρρεπής]] στην [[κολακεία]], σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''κολᾰκεύω:''' <b class="num">1)</b> льстить, быть льстецом Plat., Arph.;<br /><b class="num">2)</b> льстить, заискивать, окружать лестью (τινά Xen.; πόλιν Plat.): κολακευόμενος Aeschin. окруженный лестью или чувствительный к лести.
}}
}}