Anonymous

κωλυσανέμας: Difference between revisions

From LSJ
3
(22)
(3)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κωλυσανέμας]] και κωλυσάνεμος, ὁ (Α)<br />αυτός που εμποδίζει τους ανέμους να πνέουν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κωλυσ</i>- του [[κωλύω]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κώλυσ</i>-<i>ις</i>) <span style="color: red;">+</span> [[ἄνεμος]]. Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]].
|mltxt=[[κωλυσανέμας]] και κωλυσάνεμος, ὁ (Α)<br />αυτός που εμποδίζει τους ανέμους να πνέουν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κωλυσ</i>- του [[κωλύω]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κώλυσ</i>-<i>ις</i>) <span style="color: red;">+</span> [[ἄνεμος]]. Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]].
}}
{{elru
|elrutext='''κωλῡσᾰνέμᾱς:''' ου adj. m унимающий ветры (эпитет «чудотворца» Эмпедокла) Diog. L.
}}
}}