Anonymous

σαλευτός: Difference between revisions

From LSJ
4
(36)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[σαλεύω]]<br />αυτός που κινείται [[πάνω]] [[κάτω]], αυτός που σαλεύει.
|mltxt=-ή, -όν, Α [[σαλεύω]]<br />αυτός που κινείται [[πάνω]] [[κάτω]], αυτός που σαλεύει.
}}
{{elru
|elrutext='''σᾰλευτός:''' [adj. verb. к [[σαλεύω]] качающийся, шатающийся (γυῖα Anth.).
}}
}}