Anonymous

καιροφυλακέω: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καιροφῠλᾰκέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, ([[φύλαξ]]), [[περιμένω]] την κατάλληλη [[στιγμή]], σε Δημ.· επίσης, [[επιμελούμαι]], [[φροντίζω]], σε Λουκ.
|lsmtext='''καιροφῠλᾰκέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, ([[φύλαξ]]), [[περιμένω]] την κατάλληλη [[στιγμή]], σε Δημ.· επίσης, [[επιμελούμαι]], [[φροντίζω]], σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''καιροφῠλᾰκέω:''' <b class="num">1)</b> подстерегать удобный случай, выжидать, улучить (χρῆσιν Arst. - v. l. [[καιροφυλακτέω]]);<br /><b class="num">2)</b> наблюдать, следить: κ. πόλιν Dem. следить за ходом дел города;<br /><b class="num">3)</b> ухаживать (за больным) Luc.
}}
}}