Anonymous

ὀλοός: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀλοός:''' -ή, -όν ([[ὄλλυμι]]),·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που επιφέρει [[καταστροφή]], [[καταστροφικός]], [[μοιραίος]], [[θανατηφόρος]], [[ολέθριος]], [[δολοφονικός]], σε Όμηρ., Ησίοδ., Αισχύλ., Ευρ.· <i>ὀλοὰ φρονεῖν</i>, [[σχεδιάζω]] [[κακά]], [[μηχανεύομαι]] συμφορές, σε Ομήρ. Ιλ.· συγκρ. <i>ὀλοώτερος</i>, στο ίδ.· υπερθ. <i>ὀλοώτατος</i> (χρησιμ. ως θηλ.), σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> με Παθ. [[σημασία]], κατεστραμμένος, [[χαμένος]], αφανισμένος, [[νεκρός]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ὀλοός:''' -ή, -όν ([[ὄλλυμι]]),·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που επιφέρει [[καταστροφή]], [[καταστροφικός]], [[μοιραίος]], [[θανατηφόρος]], [[ολέθριος]], [[δολοφονικός]], σε Όμηρ., Ησίοδ., Αισχύλ., Ευρ.· <i>ὀλοὰ φρονεῖν</i>, [[σχεδιάζω]] [[κακά]], [[μηχανεύομαι]] συμφορές, σε Ομήρ. Ιλ.· συγκρ. <i>ὀλοώτερος</i>, στο ίδ.· υπερθ. <i>ὀλοώτατος</i> (χρησιμ. ως θηλ.), σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> με Παθ. [[σημασία]], κατεστραμμένος, [[χαμένος]], αφανισμένος, [[νεκρός]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀλοός:''' эп. [[ὀλοιός]] 3, редко<br /><b class="num">1)</b> несущий гибель, губительный ([[Κήρ]], [[Ἀχιλλεύς]], [[πόλεμος]], μάχης [[πόνος]], [[πῦρ]], Hom.): ὀλοὰ φρονεῖν Hom. замышлять гибель;<br /><b class="num">2)</b> убийственный, ужасный, страшный ([[γόος]], [[μῆνις]], [[φόβος]], [[νύξ]], [[ὀδμή]] Hom.; τύχαι, [[νιφάς]] Aesch.);<br /><b class="num">3)</b> погибший (ὀλοὸν ἀπολείπειν τινά Aesch.).
}}
}}