Anonymous

δένδρον: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δένδρον:''' τό, επίσης [[δένδρος]], -εος, τό, [[σπανίως]] στην ονομ. και αιτ., [[αλλά]] [[συχνά]] στη δοτ. ενικ. <i>δένδρει</i>· ονομ. και αιτ. πληθ. <i>δένδρεα</i>, συνηρ. <i>δένδρη</i>· πρβλ. [[δένδρεον]]· γεν. <i>δενδρέων</i>, δοτ. [[δένδρεσι]]· δέντρο, σε Αριστοφ.· <i>δένδρα</i>, οπωροφόρα δέντρα, καρποφόρα (αντίθ. προς το [[ὕλη]], [[ξυλεία]]), σε Θουκ. κ.λπ. (πιθ. συγγενές προς το [[δρῦς]]).
|lsmtext='''δένδρον:''' τό, επίσης [[δένδρος]], -εος, τό, [[σπανίως]] στην ονομ. και αιτ., [[αλλά]] [[συχνά]] στη δοτ. ενικ. <i>δένδρει</i>· ονομ. και αιτ. πληθ. <i>δένδρεα</i>, συνηρ. <i>δένδρη</i>· πρβλ. [[δένδρεον]]· γεν. <i>δενδρέων</i>, δοτ. [[δένδρεσι]]· δέντρο, σε Αριστοφ.· <i>δένδρα</i>, οπωροφόρα δέντρα, καρποφόρα (αντίθ. προς το [[ὕλη]], [[ξυλεία]]), σε Θουκ. κ.λπ. (πιθ. συγγενές προς το [[δρῦς]]).
}}
{{elru
|elrutext='''δένδρον:''' τό дерево, преимущ. фруктовое Her., Thuc., Xen. etc.: δ. ἐλάας Arph. масличное дерево; δένδρα [[ἄγρια]] Arst. дикорастущие деревья.
}}
}}