Anonymous

εἰσποιέω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εἰσποιέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[δίνω]] προς [[υιοθεσία]], εἰσποιεῖν [[υἱόν]] τινι, σε Πλάτ.· <i>εἰσπ. ἑαυτὸν Ἄμμωνι</i>, αποκαλεί τον εαυτό του γιο του Άμμωνα, σε Πλούτ. — Μέσ., [[υιοθετώ]], σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, <i>εἰσπ. τινὰς εἰς λειτουργίαν</i>, [[εἰσάγω]] νέους χορηγούς σε δημόσια [[λειτουργία]], σε Δημ.
|lsmtext='''εἰσποιέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[δίνω]] προς [[υιοθεσία]], εἰσποιεῖν [[υἱόν]] τινι, σε Πλάτ.· <i>εἰσπ. ἑαυτὸν Ἄμμωνι</i>, αποκαλεί τον εαυτό του γιο του Άμμωνα, σε Πλούτ. — Μέσ., [[υιοθετώ]], σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, <i>εἰσπ. τινὰς εἰς λειτουργίαν</i>, [[εἰσάγω]] νέους χορηγούς σε δημόσια [[λειτουργία]], σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''εἰσποιέω:''' староатт. [[ἐσποιέω]]<br /><b class="num">1)</b> вводить, включать (χορηγοὺς εἰς τὰς λειτουργίας и τινα εἰς τὸν οἶκον Dem.; τὸ [[ἐγκώμιον]] εἰς τὴν ἱστορίαν Luc.): εἰ. ἑαυτὸν τῇ Ἀκαδημίᾳ Plut. выдавать себя за последователя Академии; εἰσποιῆσαι ἑαυτὸν εἰς τὴν δύναμίν τινος Plut. унаследовать чью-л. власть;<br /><b class="num">2)</b> тж. med. (тж. υἱὸν εἰ. Plat., Dem.) усыновлять: ἑαυτὸν εἰ. τινι Plut. объявить себя чьим-л. сыном; εἰσποιηθῆναι πρός τινα Dem. быть усыновленным кем-л.; εἰσποιηθῆναι ἐπὶ τὸ ὄνομά τινος Dem. принять (в порядке усыновления) чье-л. имя; εἰ. τινα εἰς οὐσίαν или εἰς τὰ χρήματα [[ἑαυτοῦ]] Isae. сделать кого-л. наследником своего состояния; [[εἰσποιητός]] Isae., Dem. усыновленный, приемный сын.
}}
}}