Anonymous

διασμήχω: Difference between revisions

From LSJ
1b
(4)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διασμήχω:''' [[τρίβω]] [[καλά]], Παθ. αόρ. αʹ <i>-εσμήχθην</i>, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''διασμήχω:''' [[τρίβω]] [[καλά]], Παθ. αόρ. αʹ <i>-εσμήχθην</i>, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''διασμήχω:''' протирать, чистить (ἁλσὶν διασμηχθείς Arph.; τὸ [[ἔκπωμα]] ἐκτέτριπται καὶ διέσμηκται Plut.).
}}
}}