Anonymous

κλεῖθρον: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κλεῖθρον:''' Ιων. [[κλήϊθρον]], Αττ. [[κλῇθρον]], <i>τό</i> ([[κλείω]]), [[μοχλός]] για το [[κλείδωμα]] της πόρτας, σε Ομηρ. Ύμν.· [[κυρίως]] στο πληθ., όπως το Λατ. [[claustra]], σε Τραγ. κ.λπ.
|lsmtext='''κλεῖθρον:''' Ιων. [[κλήϊθρον]], Αττ. [[κλῇθρον]], <i>τό</i> ([[κλείω]]), [[μοχλός]] για το [[κλείδωμα]] της πόρτας, σε Ομηρ. Ύμν.· [[κυρίως]] στο πληθ., όπως το Λατ. [[claustra]], σε Τραγ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''κλεῖθρον:''' ион. [[κλήϊθρον]], староатт. [[κλῇθρον]] τό засов, запор, замок (μεγάροιο Hom.; преимущ. pl. κλῇθρα πύλης Soph.; κλῇθρα δόμων Eur.): πυλῶν κλῄθρων λυθέντων Aesch. когда запоры ворот сломаны; κλῇθρα διοίγειν Soph. или χαλᾶν Arph. снимать запоры; κλῄθροισι τὰ προπύλαια πακτοῦν Arph. запереть вход засовами.
}}
}}