Anonymous

μεγεθοποιέω: Difference between revisions

From LSJ
3
(6_20)
(3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεγεθοποιέω''': ποιῶ μέγα, μεγαλοποιῶ, Σέξτ. Ἐμπ. πρὸς Μ. 7. 108.
|lstext='''μεγεθοποιέω''': ποιῶ μέγα, μεγαλοποιῶ, Σέξτ. Ἐμπ. πρὸς Μ. 7. 108.
}}
{{elru
|elrutext='''μεγεθοποιέω:''' делать большим, увеличивать (πᾶσαν διάστασιν Sext.).
}}
}}