Anonymous

εὐανάτρεπτος: Difference between revisions

From LSJ
2b
(14)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐανάτρεπτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανατρέπεται, αναποδογυρίζει εύκολα<br /><b>2.</b> αυτός που ανασκευάζεται, αναιρείται εύκολα<br /><b>3.</b> <b>ιατρ.</b> ο [[φιλάσθενος]]<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὐανάτρεπτον</i><br />(για τον ανθρώπινο οργανισμό) η [[ευπάθεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ανα</i>-<i>τρεπτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ανα</i>-[[τρέπω]])].
|mltxt=[[εὐανάτρεπτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανατρέπεται, αναποδογυρίζει εύκολα<br /><b>2.</b> αυτός που ανασκευάζεται, αναιρείται εύκολα<br /><b>3.</b> <b>ιατρ.</b> ο [[φιλάσθενος]]<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὐανάτρεπτον</i><br />(για τον ανθρώπινο οργανισμό) η [[ευπάθεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ανα</i>-<i>τρεπτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ανα</i>-[[τρέπω]])].
}}
{{elru
|elrutext='''εὐᾰνάτρεπτος:''' без труда опрокидываемый, т. е. непрочный (actiones Cic.).
}}
}}