Anonymous

ἀπομυθέομαι: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπομῡθέομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, αποθ., [[απαγορεύω]], [[αποτρέπω]], [[εμποδίζω]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ἀπομῡθέομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, αποθ., [[απαγορεύω]], [[αποτρέπω]], [[εμποδίζω]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπομῡθέομαι:''' разубеждать, отговаривать (τινί τι Hom.).
}}
}}