Anonymous

ἀνατολικός: Difference between revisions

From LSJ
1
(4)
(1)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἀνατολικός]], -ή, -όν) [[ανατολή]]<br />αυτός που ανήκει στην Ανατολή<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για άνεμο) αυτός που πνέει από την Ανατολή, ο [[απηλιώτης]]<br /><b>2.</b> (για [[κτίσμα]]) αυτός που έχει [[πρόσοψη]] [[προς]] την Ανατολή.
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἀνατολικός]], -ή, -όν) [[ανατολή]]<br />αυτός που ανήκει στην Ανατολή<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για άνεμο) αυτός που πνέει από την Ανατολή, ο [[απηλιώτης]]<br /><b>2.</b> (για [[κτίσμα]]) αυτός που έχει [[πρόσοψη]] [[προς]] την Ανατολή.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνᾰτολικός:''' восточный (τοῦ κόσμου μέρη Plut.).
}}
}}