Anonymous

ἐποχέομαι: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐποχέομαι:''' Παθ. με Μέσ. μέλ., μεταφέρομαι πάνω σε, [[πηγαίνω]] [[έφιππος]], με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ.· κάμηλον [[ὥστε]] ἐποχεῖσθαι, [[μία]] [[καμήλα]] για να πηγαίνεις [[καβάλα]] σε αυτήν, σε Ξεν.
|lsmtext='''ἐποχέομαι:''' Παθ. με Μέσ. μέλ., μεταφέρομαι πάνω σε, [[πηγαίνω]] [[έφιππος]], με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ.· κάμηλον [[ὥστε]] ἐποχεῖσθαι, [[μία]] [[καμήλα]] για να πηγαίνεις [[καβάλα]] σε αυτήν, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐποχέομαι:''' (на чем-л.)<br /><b class="num">1)</b> ехать, ездить (ἵπποις, ἅρμασιν Hom.): τρέφειν κάμηλον ὥστ᾽ ἐποχεῖσθαι Xen. выкармливать верблюда для (верховой) езды;<br /><b class="num">2)</b> парить, носиться (τῷ ἀέρι Plut.);<br /><b class="num">3)</b> ирон. важно выступать, величаво шествовать (ἐμβάταις ὑψηλοῖς и ἀναπκίστοις μέτροις Luc.).
}}
}}