3,252,032
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑπερκύδας:''' [ῡ], -αντος, ὁ ([[κῦδος]]), υπερβολικά [[ξακουστός]], [[περίφημος]] ή [[πασίγνωστος]], μόνο σε αιτ., <i>ὑπερκύδαντας Ἀχαιούς</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ὑπερκύδαντα Μενοίτιον</i>, σε Ησίοδ. | |lsmtext='''ὑπερκύδας:''' [ῡ], -αντος, ὁ ([[κῦδος]]), υπερβολικά [[ξακουστός]], [[περίφημος]] ή [[πασίγνωστος]], μόνο σε αιτ., <i>ὑπερκύδαντας Ἀχαιούς</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ὑπερκύδαντα Μενοίτιον</i>, σε Ησίοδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπερκύδας:''' ύδαντος (ῡ) adj. (только acc.) весьма славный, прославленный ([[Ἀχαιοί]] Hom.; [[Μενοίτιος]] Hes.). | |||
}} | }} |