Anonymous

περιπετάννυμι: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περιπετάννῡμι:''' και -ύω, μέλ. -πετάσω [ᾰ], Παθ. παρακ. <i>-πέπτᾰμαι</i>· [[απλώνω]] ή [[τεντώνω]], [[εκτείνω]] [[ολόγυρα]], <i>[[χέρα]] τινί</i>, σε Ευρ.· [[περιπετάννυμι]] φοινικίδας, τις [[απλώνω]] [[ολόγυρα]], σε Αισχίν. — Παθ., περιπέπταται ὑγρὸς [[ἄκανθος]], απλώνεται [[παντού]], σε Θεόκρ.
|lsmtext='''περιπετάννῡμι:''' και -ύω, μέλ. -πετάσω [ᾰ], Παθ. παρακ. <i>-πέπτᾰμαι</i>· [[απλώνω]] ή [[τεντώνω]], [[εκτείνω]] [[ολόγυρα]], <i>[[χέρα]] τινί</i>, σε Ευρ.· [[περιπετάννυμι]] φοινικίδας, τις [[απλώνω]] [[ολόγυρα]], σε Αισχίν. — Παθ., περιπέπταται ὑγρὸς [[ἄκανθος]], απλώνεται [[παντού]], σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''περιπετάννῡμι:''' и [[περιπεταννύω]] (fut. περιπετάσω, pf. pass. περιπεπέτασμαι и [[περιπέπταμαι]])<br /><b class="num">1)</b> распростирать, распускать (τὰ [[οἴναρα]] Xen.): π. χέρα τινί Eur. обнимать кого-л.;<br /><b class="num">2)</b> расстилать (φοινικίδας Aeschin.; ἀμφὶ [[δέπας]] περιπέπταται [[ἄκανθος]] Theocr.): περιπεπετασμένος πορφύραν Diod. покрытый порфирой.
}}
}}