Anonymous

διαδατέομαι: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαδᾰτέομαι:''' αόρ. αʹ -[[δάσασθαι]], αποθ.:<br /><b class="num">1.</b> με αλληλοπαθητική [[σημασία]], μοιραζόμαστε ανάμεσά μας, [[μεταξύ]] μας, <i>διὰ κτῆσιν δατέοντο</i>, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.<br /><b class="num">2.</b> με Ενεργ. [[σημασία]], [[μοιράζω]], [[διανέμω]], διὰ παῦρα [[δασάσκετο]] (Ιων. αντί <i>ἐδάσατο</i>), σε Ομήρ. Ιλ.· [[διεδάσαντο]] τὴν ληΐην, σε Ηρόδ.· ἐς φυλὰς [[διεδάσαντο]], διένειμαν αυτούς στις φυλές, στον ίδ.
|lsmtext='''διαδᾰτέομαι:''' αόρ. αʹ -[[δάσασθαι]], αποθ.:<br /><b class="num">1.</b> με αλληλοπαθητική [[σημασία]], μοιραζόμαστε ανάμεσά μας, [[μεταξύ]] μας, <i>διὰ κτῆσιν δατέοντο</i>, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.<br /><b class="num">2.</b> με Ενεργ. [[σημασία]], [[μοιράζω]], [[διανέμω]], διὰ παῦρα [[δασάσκετο]] (Ιων. αντί <i>ἐδάσατο</i>), σε Ομήρ. Ιλ.· [[διεδάσαντο]] τὴν ληΐην, σε Ηρόδ.· ἐς φυλὰς [[διεδάσαντο]], διένειμαν αυτούς στις φυλές, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''διαδᾰτέομαι:''' Hom. - in tmesi Hes., Pind. = [[διαδαίομαι]].
}}
}}