Anonymous

ἐράσμιος: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐράσμιος:''' -ον, [[ευχάριστος]], σε Ξεν.· [[αγαπητός]], [[επιθυμητός]], [[ποθητός]], σε Αισχύλ., Ξεν.· ουδ. ως επίρρ., σε Ανθ.
|lsmtext='''ἐράσμιος:''' -ον, [[ευχάριστος]], σε Ξεν.· [[αγαπητός]], [[επιθυμητός]], [[ποθητός]], σε Αισχύλ., Ξεν.· ουδ. ως επίρρ., σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐράσμιος:''' и 3<br /><b class="num">1)</b> прелестный, приятный, милый Anacr., Plut., Luc.: ὁ τὴν ψυχὴν ἐ. Xen. привлекательный по своим душевным качествам человек;<br /><b class="num">2)</b> любимый, желанный (τινι Aesch.).
}}
}}