Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εὐβίοτος: Difference between revisions

From LSJ
2b
(14)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐβίοτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για ζώα) αυτός που βρίσκει την [[τροφή]] του εύκολα<br /><b>2.</b> (για ανθρώπους) αυτός που διάγει ενάρετο βίο («[[ὅταν]] σε ὁρῶσι [[κόσμιον]], εὐβίοτον», Δίων Κάσσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[βίοτος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>βιώ</i>)].
|mltxt=[[εὐβίοτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για ζώα) αυτός που βρίσκει την [[τροφή]] του εύκολα<br /><b>2.</b> (για ανθρώπους) αυτός που διάγει ενάρετο βίο («[[ὅταν]] σε ὁρῶσι [[κόσμιον]], εὐβίοτον», Δίων Κάσσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[βίοτος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>βιώ</i>)].
}}
{{elru
|elrutext='''εὐβίοτος:''' легко добывающий себе пропитание ([[ζῷον]] Arst.).
}}
}}