Anonymous

καταπέρδω: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 10: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταπέρδω:''' [[κυρίως]] στη Μέσ. -[[πέρδομαι]]· αόρ. βʹ <i>κατέπαρδον</i>, παρακ. <i>καταπέπορδα</i>· [[κλάνω]], αερίζομαι [[μπροστά]] σε κάποιον, <i>τινός</i>, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''καταπέρδω:''' [[κυρίως]] στη Μέσ. -[[πέρδομαι]]· αόρ. βʹ <i>κατέπαρδον</i>, παρακ. <i>καταπέπορδα</i>· [[κλάνω]], αερίζομαι [[μπροστά]] σε κάποιον, <i>τινός</i>, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''καταπέρδω:''' (aor. 2 κατέπαρδον) тж. med., груб. (лат. oppedere) издеваться, глумиться, высказывать крайнее презрение (τινός Arph.).
}}
}}