Anonymous

ἀναχώρησις: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀναχώρησις:''' -εως, Ιων. -ιος, <i>ἡ</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[υποχώρηση]], [[οπισθοχώρηση]], [[αποχώρηση]], σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[τρόπος]] ή [[τόπος]] υποχώρησης, [[καταφύγιο]], σε Θουκ.
|lsmtext='''ἀναχώρησις:''' -εως, Ιων. -ιος, <i>ἡ</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[υποχώρηση]], [[οπισθοχώρηση]], [[αποχώρηση]], σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[τρόπος]] ή [[τόπος]] υποχώρησης, [[καταφύγιο]], σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναχώρησις:''' εως ἡ<b class="num">1)</b> отход, отступление Her., Thuc., Plut.: ἐπὶ [[πόδα]] ἀναχώρησιν ποιεῖσθαι Polyb. отступать лицом к противнику;<br /><b class="num">2)</b> отлив (ἐπιδρομαὶ κυμάτων καὶ ἀναχωρήσεις Arst.);<br /><b class="num">3)</b> иссякание, высыхание: τοῦ ποταμοῦ τὴν ἀναχώρησιν ποιουμένου Diod. с обмелением реки;<br /><b class="num">4)</b> уход: ἀ. τοῦ βιότου Anth. уход из жизни, кончина;<br /><b class="num">5)</b> убежище (ἀ. τε καὶ [[ἀφορμή]] Thuc.; ἀναχώρησιν καταλιπεῖν ἐαυτῷ Dem.).
}}
}}