Anonymous

ἀστράπτω: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀστράπτω:''' (<i>α ευφωνικό</i>, [[στράπτω]], πρβλ. ἀ-στερόπη), παρατ. <i>ἤστραπτον</i>, Ιων. <i>ἀστράπτεσκον</i>· αόρ. αʹ [[ἤστραψα]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[αστράφτω]], [[εκτοξεύω]] αστραπές, λέγεται για τους οιωνούς που στέλνονται από τον [[Δία]], σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> απρόσ., <i>ἀστράπτει</i>, αστράφτει, <i>ἤστραψε</i>, άστραψε, σε Αττ.<br /><b class="num">II.</b> [[αστράφτω]], [[φωτίζω]] όπως η [[αστραπή]], σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.· με σύστ. αντ., <i>ἐξ ὀμμάτων</i>, δ' ἤστραπτε [[σέλας]] (ενν. <i>[[Τυφών]]</i>), εξακόντισε φλόγες από τα μάτια του, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ἀστράπτω:''' (<i>α ευφωνικό</i>, [[στράπτω]], πρβλ. ἀ-στερόπη), παρατ. <i>ἤστραπτον</i>, Ιων. <i>ἀστράπτεσκον</i>· αόρ. αʹ [[ἤστραψα]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[αστράφτω]], [[εκτοξεύω]] αστραπές, λέγεται για τους οιωνούς που στέλνονται από τον [[Δία]], σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> απρόσ., <i>ἀστράπτει</i>, αστράφτει, <i>ἤστραψε</i>, άστραψε, σε Αττ.<br /><b class="num">II.</b> [[αστράφτω]], [[φωτίζω]] όπως η [[αστραπή]], σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.· με σύστ. αντ., <i>ἐξ ὀμμάτων</i>, δ' ἤστραπτε [[σέλας]] (ενν. <i>[[Τυφών]]</i>), εξακόντισε φλόγες από τα μάτια του, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀστράπτω:''' <b class="num">1)</b> метать молнии Hom., Arph.: ἀστράπτει (impers.) Soph., Arst. сверкает молния;<br /><b class="num">2)</b> сверкать, сиять (χαλκῷ Xen.; ἐπιχρύσοις ὅπλοις Plut.; [[ὄψις]] ἀστράπτουσα Plat.);<br /><b class="num">3)</b> излучать ([[σέλας]] ἐξ ὀμμάτων Aesch.; [[ἵμερον]] ἀπ᾽ ὀμμάτων Anth.).
}}
}}