Anonymous

ἀνεπίκλητος: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνεπίκλητος:''' -ον ([[ἐπικαλέω]]),<br /><b class="num">I.</b> μη [[κατηγορούμενος]], [[άψογος]], [[άμεμπτος]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που δεν επιφέρει, επισύρει καμία [[κατηγορία]]· επίρρ. <i>-τως</i>, σε Θουκ.
|lsmtext='''ἀνεπίκλητος:''' -ον ([[ἐπικαλέω]]),<br /><b class="num">I.</b> μη [[κατηγορούμενος]], [[άψογος]], [[άμεμπτος]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που δεν επιφέρει, επισύρει καμία [[κατηγορία]]· επίρρ. <i>-τως</i>, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνεπίκλητος:''' безукоризненный, безупречный Xen.
}}
}}