Anonymous

συγκατολισθαίνω: Difference between revisions

From LSJ
4
(6_9)
(4)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''συγκατολισθαίνω''': ἢ -άνω, ὀλισθαίνω [[ὁμοῦ]], Διόδ. 1. 30.
|lstext='''συγκατολισθαίνω''': ἢ -άνω, ὀλισθαίνω [[ὁμοῦ]], Διόδ. 1. 30.
}}
{{elru
|elrutext='''συγκατολισθαίνω:''' или [[συγκατολισθάνω]] соскальзывать, оползать: συγκατολισθαινούσης τῆς ἄμμου Diod. так как песок осыпается.
}}
}}